Του Κώστα Λαπαβίτσα
Ο Γατόπαρδος του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα είναι έργο που ανάγλυφα αποδίδει την κοινωνική αναταραχή στην Ιταλία του δέκατου ένατου αιώνα. Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές του σκηνές ο νεαρός Τανκρέντι λέει στο θείο του Ντον Φαμπρίτσιο, πρίγκιπα Σαλίνας: αν θέλουμε να μην αλλάξει τίποτε, πρέπει όλα ν’ αλλάξουν. Η φωνή του απηχεί τη βαθιά υπεροψία της σικελικής αριστοκρατίας, την καταφρόνια της για τους νέους ισχυρούς του χρήματος και τον ταξικό της κυνισμό. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την κοινωνική μας υπεροχή, θα πρέπει να δεχτούμε αλλαγές σε όλα, ακόμη και γάμους εξ ανάγκης.
Η επίσημη φιλολογία για την ελληνική κρίση αποδίδει την ευθύνη της κυρίως σε δύο κοινωνικές ομάδες: τους δημόσιους υπάλληλους και τους μικρομεσαίους φοροφυγάδες. Δηλαδή στον κορμό της ελληνικής κοινωνίας, όπως υποδηλώνει κι εκείνο το θρασύτατο ‘μαζί τα φάγαμε’. Παράλληλα απαιτεί ‘μεταρρυθμίσεις’, αλλαγές σε όλα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πλέον ένθερμοι οπαδοί των ‘μεταρρυθμίσεων’ είναι άνθρωποι που κατείχαν καίριες θέσεις όταν η χώρα έτρεχε με ορμή προς την καταστροφή. Όλα πρέπει ν’ αλλάξουν, για να μην αλλάξει τίποτε.
Την ευθύνη για την κρίση δεν την έχουν φυσικά ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι, ούτε οι μικρομεσαίοι φοροφυγάδες. Αυτοί βρέθηκαν σε ένα σύστημα πολύ πιο πέρα από τα προσωπικά τους μέτρα και προσαρμόστηκαν όπως μπορούσαν.
Το σύστημα φτιάχτηκε από το ανώτερο αστικό στρώμα με συμφέροντα στις τράπεζες, τη ναυτιλία, τις κατασκευές, τα ΜΜΕ, το εμπόριο, κι αλλού.
Αυτοί οικοδόμησαν το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος, αυτοί διαμόρφωσαν τους μηχανισμούς διαφθοράς και διαπλοκής, αυτοί εξασφάλισαν φορολογική ασυδοσία, αυτοί στήριξαν τις βασικές στρατηγικές επιλογές της Ελλάδας, όπως την ένταξη στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Αυτοί έχουν και την κύρια ευθύνη της κρίσης.
Πρόκειται για στρώμα διακριτικό και σιωπηλό που έχει μάθει να πετυχαίνει αυτό που θέλει μέσω της δύναμης του χρήματος, αλλά και με λίγες αποφασιστικές κουβέντες στον εκάστοτε υπουργό. Ο χαρακτήρας του είναι βαθιά κοσμοπολίτικος, πράγμα φυσικό για τους απογόνους της πρώτης ιστορικά αστικής τάξης της Ανατολικής Μεσογείου. Για τον ίδιο λόγο, έχει περιφρόνηση για το λαϊκό στοιχείο και πονηρή δουλικότητα προς τον ισχυρό ξένο.
Ακούγεται συχνά ότι η ελληνική αστική τάξη έχει γίνει σκιά του εαυτού της γιατί πια περιέχει βαρκάρηδες και μαυραγορίτες, πολιτικούς αναρριχητές και τυχάρπαστους επαρχιώτες. Πώς θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το ρόλο αυτών των λαμπρών κοινωνικών τύπων στις γραμμές του ελληνικού αστισμού; Είναι όμως λάθος να πιστεύεται ότι υπήρξε κάποιο μυθικό παρελθόν που οι νεήλυδες αμαύρωσαν. Οι καταβολές κάθε αστικής τάξης είναι ακριβώς τέτοιας ολκής, κι όταν πάψει να αντλεί από αυτές τότε βρίσκεται δυο βήματα πριν την κατάρρευση. Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος για τον ελληνικό αστισμό.
Η αστική τάξη διαμόρφωσε την πολιτική πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης, η οποία, αντίθετα από ό,τι λέγεται, αποδείχτηκε επιτυχημένη γιατί εξασφάλισε απαράμιλλη σταθερότητα για δεκαετίες. Οι πολιτικοί φρόντισαν για την ενσωμάτωση των μικρομεσαίων στρωμάτων μέσω παράπλευρων μηχανισμών διαφθοράς και διαπλοκής, όλο αυτό το ατέλειωτο αλισβερίσι φορολογικών απαλλαγών, επιδοτήσεων, παροχών, προγραμμάτων και διορισμών που σφράγισε τη χώρα. Τα μικρομεσαία στρώματα παρείχαν το πολιτικό προσωπικό, αλλά κι επάνδρωσαν αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν τις ‘φλύαρες τάξεις’ – τα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα. Το ωραίο αυτό σύστημα περιβλήθηκε τον ιδεολογικό μανδύα του ευρωπαϊσμού και πίστεψε ότι βρήκε την ιστορική του δικαίωση όταν η Ελλάδα υιοθέτησε το ευρώ.
Το πρόβλημα ήταν φυσικά η αδυναμία ανταγωνισμού εντός της ΟΝΕ, άρα η τρομακτική συσσώρευση χρέους και εν τέλει η αποτυχία.
Τα Μνημόνια, τα οποία σύσσωμη επέλεξε η αστική τάξη, επιχειρούν τώρα να τα αλλάξουν όλα, ώστε να μην αλλάξει τίποτε.
Ο πέλεκυς έπεσε βαρύς στη μισθωτή εργασία που συντρίφτηκε από την ανεργία και τη μείωση των μισθών. Έπεσε όμως και στα μικρομεσαία στρώματα που ρημάχτηκαν από την ύφεση και τη φορολογική καταιγίδα.
Δεν υπάρχει πλέον επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς. Για να παραμείνει στην ΟΝΕ, η αστική τάξη πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο σύστημα όπου θα κυριαρχεί απόλυτα το μεγάλο κεφάλαιο, η εξάρτηση από τους ξένους θα είναι πλήρης, η ανεργία υψηλή, οι μικρομεσαίοι εξουθενωμένοι, η φτώχεια διάχυτη και οι προοπτικές κοινωνικής ανέλιξης τελείως περιορισμένες. Έτσι θα παραμείνει αλώβητη η δικιά της κυριαρχία. Απομένει να δούμε τι θα δεχτεί η ελληνική κοινωνία κι αν πραγματικά υπάρχουν αντισυστημικές δυνάμεις.
ΠΗΓΗ: http://costaslapavitsas.blogspot.gr
Ο Γατόπαρδος του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα είναι έργο που ανάγλυφα αποδίδει την κοινωνική αναταραχή στην Ιταλία του δέκατου ένατου αιώνα. Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές του σκηνές ο νεαρός Τανκρέντι λέει στο θείο του Ντον Φαμπρίτσιο, πρίγκιπα Σαλίνας: αν θέλουμε να μην αλλάξει τίποτε, πρέπει όλα ν’ αλλάξουν. Η φωνή του απηχεί τη βαθιά υπεροψία της σικελικής αριστοκρατίας, την καταφρόνια της για τους νέους ισχυρούς του χρήματος και τον ταξικό της κυνισμό. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την κοινωνική μας υπεροχή, θα πρέπει να δεχτούμε αλλαγές σε όλα, ακόμη και γάμους εξ ανάγκης.
Η επίσημη φιλολογία για την ελληνική κρίση αποδίδει την ευθύνη της κυρίως σε δύο κοινωνικές ομάδες: τους δημόσιους υπάλληλους και τους μικρομεσαίους φοροφυγάδες. Δηλαδή στον κορμό της ελληνικής κοινωνίας, όπως υποδηλώνει κι εκείνο το θρασύτατο ‘μαζί τα φάγαμε’. Παράλληλα απαιτεί ‘μεταρρυθμίσεις’, αλλαγές σε όλα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πλέον ένθερμοι οπαδοί των ‘μεταρρυθμίσεων’ είναι άνθρωποι που κατείχαν καίριες θέσεις όταν η χώρα έτρεχε με ορμή προς την καταστροφή. Όλα πρέπει ν’ αλλάξουν, για να μην αλλάξει τίποτε.
Την ευθύνη για την κρίση δεν την έχουν φυσικά ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι, ούτε οι μικρομεσαίοι φοροφυγάδες. Αυτοί βρέθηκαν σε ένα σύστημα πολύ πιο πέρα από τα προσωπικά τους μέτρα και προσαρμόστηκαν όπως μπορούσαν.
Το σύστημα φτιάχτηκε από το ανώτερο αστικό στρώμα με συμφέροντα στις τράπεζες, τη ναυτιλία, τις κατασκευές, τα ΜΜΕ, το εμπόριο, κι αλλού.
Αυτοί οικοδόμησαν το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος, αυτοί διαμόρφωσαν τους μηχανισμούς διαφθοράς και διαπλοκής, αυτοί εξασφάλισαν φορολογική ασυδοσία, αυτοί στήριξαν τις βασικές στρατηγικές επιλογές της Ελλάδας, όπως την ένταξη στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Αυτοί έχουν και την κύρια ευθύνη της κρίσης.
Πρόκειται για στρώμα διακριτικό και σιωπηλό που έχει μάθει να πετυχαίνει αυτό που θέλει μέσω της δύναμης του χρήματος, αλλά και με λίγες αποφασιστικές κουβέντες στον εκάστοτε υπουργό. Ο χαρακτήρας του είναι βαθιά κοσμοπολίτικος, πράγμα φυσικό για τους απογόνους της πρώτης ιστορικά αστικής τάξης της Ανατολικής Μεσογείου. Για τον ίδιο λόγο, έχει περιφρόνηση για το λαϊκό στοιχείο και πονηρή δουλικότητα προς τον ισχυρό ξένο.
Ακούγεται συχνά ότι η ελληνική αστική τάξη έχει γίνει σκιά του εαυτού της γιατί πια περιέχει βαρκάρηδες και μαυραγορίτες, πολιτικούς αναρριχητές και τυχάρπαστους επαρχιώτες. Πώς θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το ρόλο αυτών των λαμπρών κοινωνικών τύπων στις γραμμές του ελληνικού αστισμού; Είναι όμως λάθος να πιστεύεται ότι υπήρξε κάποιο μυθικό παρελθόν που οι νεήλυδες αμαύρωσαν. Οι καταβολές κάθε αστικής τάξης είναι ακριβώς τέτοιας ολκής, κι όταν πάψει να αντλεί από αυτές τότε βρίσκεται δυο βήματα πριν την κατάρρευση. Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος για τον ελληνικό αστισμό.
Η αστική τάξη διαμόρφωσε την πολιτική πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης, η οποία, αντίθετα από ό,τι λέγεται, αποδείχτηκε επιτυχημένη γιατί εξασφάλισε απαράμιλλη σταθερότητα για δεκαετίες. Οι πολιτικοί φρόντισαν για την ενσωμάτωση των μικρομεσαίων στρωμάτων μέσω παράπλευρων μηχανισμών διαφθοράς και διαπλοκής, όλο αυτό το ατέλειωτο αλισβερίσι φορολογικών απαλλαγών, επιδοτήσεων, παροχών, προγραμμάτων και διορισμών που σφράγισε τη χώρα. Τα μικρομεσαία στρώματα παρείχαν το πολιτικό προσωπικό, αλλά κι επάνδρωσαν αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν τις ‘φλύαρες τάξεις’ – τα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα. Το ωραίο αυτό σύστημα περιβλήθηκε τον ιδεολογικό μανδύα του ευρωπαϊσμού και πίστεψε ότι βρήκε την ιστορική του δικαίωση όταν η Ελλάδα υιοθέτησε το ευρώ.
Το πρόβλημα ήταν φυσικά η αδυναμία ανταγωνισμού εντός της ΟΝΕ, άρα η τρομακτική συσσώρευση χρέους και εν τέλει η αποτυχία.
Τα Μνημόνια, τα οποία σύσσωμη επέλεξε η αστική τάξη, επιχειρούν τώρα να τα αλλάξουν όλα, ώστε να μην αλλάξει τίποτε.
Ο πέλεκυς έπεσε βαρύς στη μισθωτή εργασία που συντρίφτηκε από την ανεργία και τη μείωση των μισθών. Έπεσε όμως και στα μικρομεσαία στρώματα που ρημάχτηκαν από την ύφεση και τη φορολογική καταιγίδα.
Δεν υπάρχει πλέον επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς. Για να παραμείνει στην ΟΝΕ, η αστική τάξη πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο σύστημα όπου θα κυριαρχεί απόλυτα το μεγάλο κεφάλαιο, η εξάρτηση από τους ξένους θα είναι πλήρης, η ανεργία υψηλή, οι μικρομεσαίοι εξουθενωμένοι, η φτώχεια διάχυτη και οι προοπτικές κοινωνικής ανέλιξης τελείως περιορισμένες. Έτσι θα παραμείνει αλώβητη η δικιά της κυριαρχία. Απομένει να δούμε τι θα δεχτεί η ελληνική κοινωνία κι αν πραγματικά υπάρχουν αντισυστημικές δυνάμεις.
ΠΗΓΗ: http://costaslapavitsas.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου