Μια άλλη Κυριακή επίσης του Μαΐου του 1995 και λίγο πριν τελειώσω την ενημέρωση σε μια ομάδα εκδρομέων, είδα να πλησιάζει στο χώρο ενημέρωσης, κοντά στο δρόμο, ένα όχημα.
Σταμάτησε.
Από μέσα κατέβασαν ένα άτομο με ειδικές ανάγκες(κομμένα και τα δύο του πόδια) και το έβαλαν πάνω σε ειδικό αμαξίδιο (αναπηρικό).
Άκουσε προσεκτικά το υπόλοιπο της ενημέρωσης και αφού τελείωσα την ξενάγηση μέσα στο οχυρό, όπου δε μας ακολούθησε, αλλά περίμενε στο χώρο του περιπτέρου, μου ζήτησε μια χάρη.
-Μπορείς κ. λοχαγέ να με πας στο ύψωμα ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ;
-Μπορώ, αλλά είναι μακριά, απάντησα και του έδειξα το ύψωμα.
-Όχι αυτό. Άλλο είναι τώρα και άλλο ήταν τότε.
Με τη βοήθεια των συνοδών του ανέβηκε στο τζιπ και πήγαμε. Δεν ήταν μακριά. Ούτε 1500 μέτρα. Φτάσαμε και με λίγη προσπάθεια τον κατεβάσαμε.
Κάθησε στο χώμα και έκλαιγε.
Έσκυψε στο πλάι και φίλησε το χώμα. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Έτρεμα!!! Δεν ήθελα να πιστέψω αυτό που σκεφτόμουν. Είχα σαστίσει!!! Από τη σαστιμάρα με έβγαλε ένα «Δεν πειράζει όμως» που αναφώνησε μέσα στο κλάμα του.
Τότε τον κοίταξα κατάματα.
-Εκεί, μου λέει και μου δείχνει με το χέρι του, κοντά στο γκρεμισμένο κτίριο, γκρεμίστηκα κι εγώ. Εκεί άφησα και τα δύο μου πόδια. Στενοχωρήθηκα πολύ, συνέχισε, όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν πειράζει. Τα έδωσα για την πατρίδα.
Τι να έλεγα; Τι μπορούσα να πω; Τον έβλεπα με τα βουρκωμένα μάτια μου, εκεί μπροστά μου, να «στέκει όρθιος». Να «στέκει λεβέντης». Να «στέκει γίγαντας». Και μέσα στα αυτιά μου, μέσα στο μυαλό μου, μέσα στην ψυχή μου να ακούω τη φωνή του «… αλλά δεν πειράζει. Τα έδωσα για την πατρίδα». Οι λυγμοί με είχαν κυριεύσει. Τον ακούμπησα στους ώμους. Με κοίταξε αγέρωχα.
-ΧΑΛΑΛΙ ΤΗΣ, είπε.
Τότε ήταν που ένιωσα ρίγος. Με διαπέρασε ηλεκτρικό. Ένιωσα το «μεγαλείο του να είσαι ΕΛΛΗΝΑΣ».
Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να αισθάνομαι κι εγώ έτσι, να αισθανθώ αυτό το μεγαλείο. Να μπορώ να πω «δεν πειράζει όμως, τα έδωσα για την πατρίδα χαλάλι της».
Δυστυχώς μέσα στη σαστιμάρα μου δεν κράτησα το όνομά του. Ήταν το «ευχαριστώ» μου. Ελπίζω να με συγχώρησε.
Σύμφωνα με πληροφορίες αναγνωστών, οι οποίες δεν μπόρεσαν να εξακριβωθούν, ο μαχητής αυτός ήταν ο στρ. Τομαράς Αθανάσιος από την Άρτα.
Αυτό είναι ένα από τα δύο περιστατικά που διηγείται ο κ. Ηλίας Κοτρίδης ως αφορμές για την έρευνα και συγγραφή του βιβλίου του «ΡΟΥΠΕΛ- ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ», Σέρρες 2008.
Ένα σύγγραμμα, αξιολογημένο και εγκεκριμένο από το ΓΕΣ, που με τρόπο γλαφυρό και σεβασμό στην ιστορικότητα των στιγμών μας μεταφέρει στις μάχες των οχυρών 6 έως 10 Απριλίου 1941 και συνιστώ σε όλους να διαβάσουν.
Σε έντονα συναισθηματικά φορτισμένη τελετή τιμήθηκε την Κυριακή, στα πλαίσια των Ορεστείων 2010, ο συντοπίτης μας επιζών μαχητής κ. Θεόδωρος Γιαννακίδης και στη συνέχεια έγινε η παρουσίαση του βιβλίου από τον συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου