Tου Πάσχου Mανδραβέλη
O ταξιτζής στον δρόμο προς το αεροδρόμιο ήταν οργισμένος με όλους και για όλα.
Βλασφημούσε την κίνηση· «που πάνε όλοι αυτοί τέτοια ώρα;».
Έβριζε τις γυναίκες οδηγούς, «δεν φταίει αυτή, ο άνδρας που της αγόρασε το αυτοκίνητο, φταίει» (και το «άνδρας» με τη χαρακτηριστική νεοελληνική βρισιά που δεν γράφεται).
Θυμήθηκε ότι κάποιοι του τράκαραν το άλλο αυτοκίνητο που είχε παρκαρισμένο και «τα γαϊδούρια δεν άφησαν ούτε ένα σημείωμα».
Τα έσουρε τους τροχονόμους που πάντα δίνουν τη σειρά μας στους άλλους· «κάποιος μεγάλος θα περνάει».
Και φυσικά τα είχε με τους πολιτικούς, «που μας έφεραν σ’ αυτό το χάλι και μας έμαθαν να λειτουργούμε έτσι, σαν ζώα».
Από την πολλή στενοχώρια για όλα τα κακώς κείμενα που παρατηρούσε κι έβριζε, άναψε τσιγάρο, παρά το μεγαλόπρεπο σήμα απαγόρευσης που μάλλον ο ίδιος είχε κολλήσει στο ταμπλό του αυτοκινήτου.
Στην ερώτηση «αν το τσιγάρο επιτρέπεται στα ταξί», προθυμοποιήθηκε –«αν σ’ ενοχλεί, φιλαράκι»– να το σβήσει.
Απάντησα αρνητικά, αλλά επέμενα στην ερώτηση «επιτρέπεται;».
«Όχι, βρε αδελφέ! Αλλά ποιος θα σε ελέγξει;».
Ηξερε ότι το τσιγάρο είναι επιβλαβές για την υγεία του, αλλά κατά δήλωσή του δεν μπορούσε να το κόψει. «Αφού μας έκαναν πρώτα να το συνηθίσουμε, τώρα μας ζητούν να το κόψουμε. Δεν πάν’ να…».
Τον ρώτησα «ποιοι φταίνε και γι’ αυτό».
«Το σύστημα» ήταν η πρώτη απάντηση, αλλά με την κουβέντα το σύστημα εξειδικεύτηκε στους φίλους της εφηβείας και στις πολυεθνικές.
«Ειδικά αυτές έκαναν μεγάλη προπαγάνδα με τις διαφημίσεις. Εμείς, παιδάκια χωρίς μυαλό ήμασταν. Τι ξέραμε; Το ξεκινήσαμε και άντε τώρα να το κόψουμε… Κόβεται το ρημάδι; Δεν κόβεται…».
Στην παρατήρηση ότι τα τελευταία χρόνια η μόνη «προπαγάνδα» που υπάρχει είναι η αντίθετη και αφού το άρχισε λόγω προπαγάνδας μπορεί και να το κόψει λόγω αυτής, απάντησε ότι πλέον δεν υπάρχει ελπίδα.
«Ασ’ τα, φιλαράκι. Με το τσιγάρο στόμα θα πεθάνουμε».
Κάπως έτσι πορευόμαστε.
Ως έθνος των αθώων, καπνίζοντας και βρίζοντας.
Πρωτίστως το «σύστημα», κατόπιν τους πολιτικούς και πάντα τις πολυεθνικές.
Δεν υπάρχει ατομική ευθύνη παρά μόνο στρεβλές ατομικές ελευθερίες· «ποιοι είναι αυτοί που θα μου απαγορεύσουν να κάνω ένα τσιγάρο με το ποτό μου; Σε δικτατορία ζούμε;».
Έκοψε την απόδειξη βρίζοντας και πάλι – «εμένα ποιος θα μου πληρώσει τον λογιστή που πρέπει να βάλω για τα βιβλία;».
ΠΗΓΗ:http://www.realpolitics.gr
O ταξιτζής στον δρόμο προς το αεροδρόμιο ήταν οργισμένος με όλους και για όλα.
Βλασφημούσε την κίνηση· «που πάνε όλοι αυτοί τέτοια ώρα;».
Έβριζε τις γυναίκες οδηγούς, «δεν φταίει αυτή, ο άνδρας που της αγόρασε το αυτοκίνητο, φταίει» (και το «άνδρας» με τη χαρακτηριστική νεοελληνική βρισιά που δεν γράφεται).
Θυμήθηκε ότι κάποιοι του τράκαραν το άλλο αυτοκίνητο που είχε παρκαρισμένο και «τα γαϊδούρια δεν άφησαν ούτε ένα σημείωμα».
Τα έσουρε τους τροχονόμους που πάντα δίνουν τη σειρά μας στους άλλους· «κάποιος μεγάλος θα περνάει».
Και φυσικά τα είχε με τους πολιτικούς, «που μας έφεραν σ’ αυτό το χάλι και μας έμαθαν να λειτουργούμε έτσι, σαν ζώα».
Από την πολλή στενοχώρια για όλα τα κακώς κείμενα που παρατηρούσε κι έβριζε, άναψε τσιγάρο, παρά το μεγαλόπρεπο σήμα απαγόρευσης που μάλλον ο ίδιος είχε κολλήσει στο ταμπλό του αυτοκινήτου.
Στην ερώτηση «αν το τσιγάρο επιτρέπεται στα ταξί», προθυμοποιήθηκε –«αν σ’ ενοχλεί, φιλαράκι»– να το σβήσει.
Απάντησα αρνητικά, αλλά επέμενα στην ερώτηση «επιτρέπεται;».
«Όχι, βρε αδελφέ! Αλλά ποιος θα σε ελέγξει;».
Ηξερε ότι το τσιγάρο είναι επιβλαβές για την υγεία του, αλλά κατά δήλωσή του δεν μπορούσε να το κόψει. «Αφού μας έκαναν πρώτα να το συνηθίσουμε, τώρα μας ζητούν να το κόψουμε. Δεν πάν’ να…».
Τον ρώτησα «ποιοι φταίνε και γι’ αυτό».
«Το σύστημα» ήταν η πρώτη απάντηση, αλλά με την κουβέντα το σύστημα εξειδικεύτηκε στους φίλους της εφηβείας και στις πολυεθνικές.
«Ειδικά αυτές έκαναν μεγάλη προπαγάνδα με τις διαφημίσεις. Εμείς, παιδάκια χωρίς μυαλό ήμασταν. Τι ξέραμε; Το ξεκινήσαμε και άντε τώρα να το κόψουμε… Κόβεται το ρημάδι; Δεν κόβεται…».
Στην παρατήρηση ότι τα τελευταία χρόνια η μόνη «προπαγάνδα» που υπάρχει είναι η αντίθετη και αφού το άρχισε λόγω προπαγάνδας μπορεί και να το κόψει λόγω αυτής, απάντησε ότι πλέον δεν υπάρχει ελπίδα.
«Ασ’ τα, φιλαράκι. Με το τσιγάρο στόμα θα πεθάνουμε».
Κάπως έτσι πορευόμαστε.
Ως έθνος των αθώων, καπνίζοντας και βρίζοντας.
Πρωτίστως το «σύστημα», κατόπιν τους πολιτικούς και πάντα τις πολυεθνικές.
Δεν υπάρχει ατομική ευθύνη παρά μόνο στρεβλές ατομικές ελευθερίες· «ποιοι είναι αυτοί που θα μου απαγορεύσουν να κάνω ένα τσιγάρο με το ποτό μου; Σε δικτατορία ζούμε;».
Έκοψε την απόδειξη βρίζοντας και πάλι – «εμένα ποιος θα μου πληρώσει τον λογιστή που πρέπει να βάλω για τα βιβλία;».
ΠΗΓΗ:http://www.realpolitics.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου